μεγαλογράφος

μεγαλογράφος
μεγαλογράφος, -ον (Α)
αυτός που γράφει για σπουδαία πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)-* + -γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρο-γράφος, ορθογράφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλογραφία — μεγαλογραφία, ἡ (Α) [μεγαλογράφος] το να ζωγραφίζει κάποιος έχοντας μεγάλη κλίμακα θεμάτων …   Dictionary of Greek

  • μεγαλογραφώ — μεγαλογραφῶ, έω (Α) [μεγαλογράφος] γράφω με μακρό φωνήεν, ιδίως με ωμέγα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”